- ἀναπηδῆσαν
- ἀναπηδάωleap upaor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic)ἀναπηδάωleap upaor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμόϋπνος — ον, ΜΑ αυτός που δεν έχει ακόμη αποκοιμηθεί ή αυτός που μόλις αποκοιμήθηκε («μειράκιον ὤσπερ ἐμμανὲς ἀναπηδῆσαν ὠμόϋπνον», Φιλόστρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ὕπνος] … Dictionary of Greek